κουρδ-

κουρδ-
см. κουρντ\

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "κουρδ-" в других словарях:

  • πυλεών — ῶνος, ὁ, Α (λακων. τ.) κόσμημα τής κεφαλής ή στέφανος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λακωνική λ. με επίθημα εών (πρβλ. χαλκ εών), σχηματισμένη πιθ. από αμάρτυρο τ. *πύλος και συνδέεται με τα: αρχ. ινδ. pula kāh «ανατρίχιασμα» και pulasti(n) «με ίσια… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»